πάμμαυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πάμμαυρος | η | πάμμαυρη | το | πάμμαυρο |
| γενική | του | πάμμαυρου | της | πάμμαυρης | του | πάμμαυρου |
| αιτιατική | τον | πάμμαυρο | την | πάμμαυρη | το | πάμμαυρο |
| κλητική | πάμμαυρε | πάμμαυρη | πάμμαυρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πάμμαυροι | οι | πάμμαυρες | τα | πάμμαυρα |
| γενική | των | πάμμαυρων | των | πάμμαυρων | των | πάμμαυρων |
| αιτιατική | τους | πάμμαυρους | τις | πάμμαυρες | τα | πάμμαυρα |
| κλητική | πάμμαυροι | πάμμαυρες | πάμμαυρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈma.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πάμ‐μαυ‐ρος
Επίθετο
πάμμαυρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο, παρωχημένο) συνώνυμο του κατάμαυρος
- ※ πάμμαυρος → δείτε Κωνασταντίνος Οικονόμου (1828). Δοκίμιον περί της πλησιεστάτης συγγενείας της σλαβονο-ρωσικής γλώσσης προς την ελληνικήν. Εν Πετρουπόλει, 1828. σελ.387
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη κατάμαυρος
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη κατάμαυρος
Μεταφράσεις
πάμμαυρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.