δυστυχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυστυχισμένος | η | δυστυχισμένη | το | δυστυχισμένο |
| γενική | του | δυστυχισμένου | της | δυστυχισμένης | του | δυστυχισμένου |
| αιτιατική | τον | δυστυχισμένο | τη | δυστυχισμένη | το | δυστυχισμένο |
| κλητική | δυστυχισμένε | δυστυχισμένη | δυστυχισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυστυχισμένοι | οι | δυστυχισμένες | τα | δυστυχισμένα |
| γενική | των | δυστυχισμένων | των | δυστυχισμένων | των | δυστυχισμένων |
| αιτιατική | τους | δυστυχισμένους | τις | δυστυχισμένες | τα | δυστυχισμένα |
| κλητική | δυστυχισμένοι | δυστυχισμένες | δυστυχισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
δυστυχισμένος< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δυστυχώ
Μετοχή
δυστυχισμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
δυστυχισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.