κατάμαυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάμαυρος η κατάμαυρη το κατάμαυρο
      γενική του κατάμαυρου της κατάμαυρης του κατάμαυρου
    αιτιατική τον κατάμαυρο την κατάμαυρη το κατάμαυρο
     κλητική κατάμαυρε κατάμαυρη κατάμαυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάμαυροι οι κατάμαυρες τα κατάμαυρα
      γενική των κατάμαυρων των κατάμαυρων των κατάμαυρων
    αιτιατική τους κατάμαυρους τις κατάμαυρες τα κατάμαυρα
     κλητική κατάμαυροι κατάμαυρες κατάμαυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατάμαυρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάμαυρος < κατά- + μαῦρος

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.ma.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατάμαυρος

Επίθετο

κατάμαυρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κατάμαυρος < κατά- + μαῦρος

Επίθετο

κατάμαυρος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.