λεξικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λεξικό | τα | λεξικά |
| γενική | του | λεξικού | των | λεξικών |
| αιτιατική | το | λεξικό | τα | λεξικά |
| κλητική | λεξικό | λεξικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα έντυπο λεξικό
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.ksiˈko/
Ουσιαστικό
λεξικό ουδέτερο
- (λεξικογραφία) έργο (βιβλίο, ψηφιακό αρχείο ή/και ιστότοπος) που συστηματικά συγκεντρώνει και ταξινομεί λέξεις σε αλφαβητική ή άλλη σειρά, παρέχοντας και ποικίλες πληροφορίες (γραμματικές, συντακτικές, ερμηνευτικές, ετυμολογικές κ.λπ.)
- το βιβλίο που συστηματικά συγκεντρώνει και αναπτύσσει συνοπτικά τους όρους ενός επιστημονικού κλάδου
- (γλωσσολογία) το σύνολο των λέξεων που μπορεί να χρησιμοποιεί για επικοινωνία μια γλωσσική κοινότητα (σε αντιδιαστολή προς το λεξιλόγιο ενός ατόμου)
- (πληροφορική), (δομή δεδομένων) βλ. συνώνυμο πίνακας συσχετισμών
Συγγενικά
- λεξικο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λεξικο- στο Βικιλεξικό
- λεξικογράφηση
- λεξικογραφία
- λεξικογραφώ
- λεξικογράφος
Μεταφράσεις
λεξικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λεξικό
Αναφορές
- λεξικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.