σαμοανικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σαμοανικά
      γενική των σαμοανικών
    αιτιατική τα σαμοανικά
     κλητική σαμοανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

σαμοανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.