μαλγασικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μαλγασικά
      γενική των μαλγασικών
    αιτιατική τα μαλγασικά
     κλητική μαλγασικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

μαλγασικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • μαλαγασικά

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: mg

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.