λεξικογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεξικογράφηση | οι | λεξικογραφήσεις |
| γενική | της | λεξικογράφησης* | των | λεξικογραφήσεων |
| αιτιατική | τη | λεξικογράφηση | τις | λεξικογραφήσεις |
| κλητική | λεξικογράφηση | λεξικογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, λεξικογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεξικογράφηση < λεξικογραφώ + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.ksi.koˈɣɾa.fi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ξι‐κο‐γρά‐φη‐ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λεξικογραφία, λέξη, λέγω και γράφω
Μεταφράσεις
λεξικογράφηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.