πιεμοντέζικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πιεμοντέζικα
      γενική των πιεμοντέζικων
    αιτιατική τα πιεμοντέζικα
     κλητική πιεμοντέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιεμοντέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιεμοντέζικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

Γλωσσικός χάρτης της Ιταλίας.

πιεμοντέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.