σομαλικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σομαλικά
      γενική των σομαλικών
    αιτιατική τα σομαλικά
     κλητική σομαλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

σομαλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.