δέντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δέντρο | τα | δέντρα |
| γενική | του | δέντρου | των | δέντρων |
| αιτιατική | το | δέντρο | τα | δέντρα |
| κλητική | δέντρο | δέντρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα δέντρο.

Πληροφορική: δομή δένδρου, όπου για παράδειγμα, ο κόμβος (A) έχει για «παιδιά» τους κόμβους (B), (C) και (E)] και ο κόμβος (F) είναι «θυγατρικός» του (B)
Ετυμολογία
- δέντρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δέντρο(ν) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δένδρον που προφερόταν με [nd][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *der-drew- < *dóru (δέντρο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐ντρο
Ουσιαστικό
δέντρο ουδέτερο
- (βοτανική) φυτό του οποίου ο κορμός έχει κλαδιά και φύλλα από ένα ορισμένο ύψος και πάνω
- ↪ Η φλαμουριά είναι ένα ωραίο δέντρο.
- (μεταφορικά) γραφική απεικόνιση που παρουσιάζει ανάλογα χαρακτηριστικά
- ↪ γενεαλογικό δέντρο
- (πληροφορική) αφηρημένος τύπος δεδομένων, με ιεραρχική δομή, όπου κάθε κόμβος έχει μηδέν ή περισσότερους κόμβους ως παιδιά
- υπώνυμα: δυαδικό δέντρο
Συνώνυμα
- αναστησιά (ιδιωματικό: Κεφαλλονιά) [2]
Εκφράσεις
- χριστουγεννιάτικο δέντρο: ένα ψεύτικο ή αληθινό έλατο που στολίζουμε κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Σύνθετα
όπως ενδεικτικά |
όπως |
- Κατηγορία:Δέντρα στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Δέντρα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
δέντρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
δέντρο
Αναφορές
- δέντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναστησιά - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.