κακαόδεντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κακαόδεντρο | τα | κακαόδεντρα |
| γενική | του | κακαόδεντρου | των | κακαόδεντρων |
| αιτιατική | το | κακαόδεντρο | τα | κακαόδεντρα |
| κλητική | κακαόδεντρο | κακαόδεντρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κακαόδεντρο.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.kaˈo.ðen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κα‐λι‐δε‐ντρο
Ουσιαστικό
κακαόδεντρο ουδέτερο
- (φυτό) αειθαλές δέντρο (είδος Theobroma cacao), με ροζ ή ανοιχτά κίτρινα άνθη και μεγάλα ελλειψοειδή φύλλα· κατάγεται από τον Αμαζόνιο και καλλιεργείται για τον καρπό του, το κακάο
- ※ Ορισμένοι όμως ειδικοί της αγοράς εκφράζουν φόβο ότι η γευστική αυτή απόλαυση μπορεί σε λίγα χρόνια να καταστεί πανάκριβη για τον μέσο καταναλωτή. Την αιτία αναζητήστε την κάπου στην Αφρική: η παραγωγή κακάου στη Δυτική Μαύρη Ήπειρο συνεχώς μειώνεται, λόγω νέων ασθενειών από τις οποίες προσβάλλονται τα κακαόδεντρα και της μη αναπλήρωσης των γερασμένων δένδρων. Το αποτέλεσμα; Η τιμή του κακάου σημειώνει αλλεπάλληλα ρεκόρ όλων των εποχών. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.