δεντρολιβανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δεντρολιβανιά | οι | δεντρολιβανιές |
| γενική | της | δεντρολιβανιάς | των | δεντρολιβανιών |
| αιτιατική | τη | δεντρολιβανιά | τις | δεντρολιβανιές |
| κλητική | δεντρολιβανιά | δεντρολιβανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεντρολιβανιά < δεντρολίβανο + -ιά < ελληνιστική κοινή δενδρολίβανον < αρχαία ελληνική δένδρον + λίβανος (< σημιτικής προέλευσης < δυτική πρωτοσημιτική *laban-: λευκός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðen.dro.li.vaˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐ντρο‐λι‐βα‐νιά
Ουσιαστικό
δεντρολιβανιά θηλυκό
- (φυτό, σπάνιο) το φυτό δεντρολίβανο
- ※ Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά, / ψηλή μου δεντρολιβανιά, / κι αρχή καλός μας χρόνος, / εκκλησιά μετ’ αγιο-θρόνος. (Κάλαντα Πρωτοχρονιάς)
- ※ Με την πάροδο των ετών πολλοί καλαντιστές —το ’χεις κάνει κι εσύ— αλλάζουν τον στίχο «και δεν μας καταδέχεται» σε «και όλους μάς καταδέχεται», γιατί νομίζουν ότι ο Άγιος Βασίλης που έρχεται δεν παίζει να μη μας καταδέχεται. Λογικό, αφού αυτός ο στίχος αναφερόταν στη «δεντρολιβανιά», η οποία —ως αρχόντισσα— ήτο λίγο σνομπαρία. (εφ. Έθνος, 31.12.2019)
- ※ Ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀσβεστοχρισμένο χτίσμα τῆς κρήνης ρωμαλέα δεντρολιβανιά. (Παύλος Φλώρος, Ελληνικοί δρόμοι – ταξίδια, εκδ. Το ελληνικό βιβλίο, Αθήνα 1970, σελ. 90)
Μεταφράσεις
δεντρολιβανιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.