boom
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
boom (en)
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- boom < (άμεσο δάνειο) αγγλική boom ("έκρηξη")
Προφορά
- ΔΦΑ : /bum/
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| boom | booms |
boom (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) μεγάλη ρεκλάμα για το λανσάρισμα ενός προϊόντος
- (οικονομία) απότομη άνοδος της τιμής των αξιών ή των εμπορευμάτων· ξαφνική αλλά ασταθής ανάπτυξη της οικονομίας
- απότομη αύξηση της γεννητικότητας
- μεγάλη εντύπωση που προκαλείται σε ένα πλήθος
- (αργκό) (Γαλλία) ετήσια εορτή μιας grande école
Εκφράσεις
- (être) en plein boom - (βρίσκομαι) σε πλήρη ανάπτυξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.