boom

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

boom (en)

  1. απότομη αύξηση του πληθυσμού
  2. μεγάλη οικονομική ανάπτυξη
  3. μεγάλη άνοδος των τιμών
  4. βροντή

Ρήμα

boom (en)



Αφρικάανς (af)

Ουσιαστικό

boom (af)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

boom < (άμεσο δάνειο) αγγλική boom ("έκρηξη")

Προφορά

ΔΦΑ : /bum/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
boom booms

boom (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) μεγάλη ρεκλάμα για το λανσάρισμα ενός προϊόντος
  2. (οικονομία) απότομη άνοδος της τιμής των αξιών ή των εμπορευμάτων· ξαφνική αλλά ασταθής ανάπτυξη της οικονομίας
     συνώνυμα: bond, boum, flambée
     αντώνυμα: chute, krach
  3. απότομη αύξηση της γεννητικότητας
     συνώνυμα: baby-boom, explosion
  4. μεγάλη εντύπωση που προκαλείται σε ένα πλήθος
     συνώνυμα: bombe, scandale
  5. (αργκό) (Γαλλία) ετήσια εορτή μιας grande école

Εκφράσεις

  • (être) en plein boom - (βρίσκομαι) σε πλήρη ανάπτυξη



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

boom (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.