κλαδί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλαδί τα κλαδιά
      γενική του κλαδιού των κλαδιών
    αιτιατική το κλαδί τα κλαδιά
     κλητική κλαδί κλαδιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κλαδί ελιάς

Ετυμολογία

κλαδί < μεσαιωνική ελληνική κλαδί(ν) < ελληνιστική κοινή κλαδίον < κλάδιον < αρχαία ελληνική κλάδος < κλάω

Προφορά

ΔΦΑ : /klaˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλαδί

Ουσιαστικό

κλαδί ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.