φουσκοδεντριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φουσκοδεντριά | οι | φουσκοδεντριές |
| γενική | της | φουσκοδεντριάς | των | φουσκοδεντριών |
| αιτιατική | τη | φουσκοδεντριά | τις | φουσκοδεντριές |
| κλητική | φουσκοδεντριά | φουσκοδεντριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φουσκοδεντριά θηλυκό
Μεταφράσεις
φουσκοδεντριά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.