δέντρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δέντρος οι δέντροι
      γενική του δέντρου των δέντρων
    αιτιατική τον δέντρο τους δέντρους
     κλητική δέντρο δέντροι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δέντρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δέντρος αρσενικό

  1. το δέντρο
  2. (ειδικότερα) (τοπικές διάλεκτοι) η δρυς (το δέντρο ή ξύλο από δρυ)
  3. (ειδικότερα) (τοπικές διάλεκτοι) η ελιά (το δέντρο ή ξύλο από ελιά)

Σημειώσεις

  • συνηθισμένη χρήση της λέξης, με τη μορφή του αρσενικού, σε τοπικές κοινωνίες για το δέντρο που χρησιμοποιείται πιο πολύ στην περιοχή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.