bos

Αφρικάανς (af)

Ουσιαστικό

bos (af)



Λατινικά (la)

Bos (ένα βόδι)

Ετυμολογία

bos < πρωτοϊταλικό *gʷōs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷṓws, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) βοῦς

Ουσιαστικό

bos

  • βόδι (αρσενικό ή θηλυκό)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική bos boves
γενική bovis bovum/boum
δοτική bovi bobus/bubus
αιτιατική bovem boves
κλητική bos boves
αφαιρετική bove bobus/bubus



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

bos (nl)

Συνώνυμα



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

bos αρσενικό

  • bosc (περί το 1180)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.