Χριστούγεννα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Χριστούγεννα
      γενική των Χριστουγέννων
    αιτιατική τα Χριστούγεννα
     κλητική Χριστούγεννα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χριστούγεννα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Χριστούγεννα < συναρπαγή της φράσης «Χριστοῦ γέννα».[1][2] Ο πληθυντικός κατ’ αναλογία προς άλλες αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές εορτές: Κρόνια, Σατουρνάλια κ.ά.[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾiˈstu.ʝe.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χριστούγεννα

Κύριο όνομα

Χριστούγεννα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (χριστιανισμός) χριστιανική εορτή, στις 25 Δεκεμβρίου, στη μνήμη της γέννησης του Ιησού Χριστού
  2. (κατ’ επέκταση) η εορταστική περίοδος από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Επίρρημα

Χριστούγεννα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Χριστούγεννα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

Χριστούγεννα < συναρπαγή της φράσης «Χριστοῦ γέννα». Λέξη του 10ου αιώνα στο κείμενο του Πορφυρογέννητου (δείτε το παράθεμα).[1]

Κύριο όνομα

Χριστούγεννα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (χριστιανισμός) τα Χριστούγεννα
      10ος αιώνας - Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829 1.178. @books.google Επίσης, η λέξη Χριστούγεννα στη σελ.35
    ἰστέον, ὅτι τῇ ἑορτῇ τῶν χριστουγέννων ἐν τῷ κοιτῶνι τῆς δάφνης ἀλλάσσουσιν οἱ δεσπόται τὰ πορφυρὰ διβητήσια καὶ τὰς τούτων χλαμύδας καὶ στέμματα Πράσινα, ἐν δὲ τῇ ὑποστροφῇ στέμματα λευκά.

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.