σύδεντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύδεντρο τα σύδεντρα
      γενική του σύδεντρου των σύδεντρων
    αιτιατική το σύδεντρο τα σύδεντρα
     κλητική σύδεντρο σύδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύδεντρο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σύνδενδρον, ουδέτερο του σύνδενδρος (που προφερόταν με [ndr]) με αποβολή του [n] από το [sin+ð][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.ðen.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύδεντρο

Ουσιαστικό

σύδεντρο ουδέτερο

  • συστάδα δέντρων
      Κάθε τόσο εγκαταλείπαμε το φορτηγό και τρέχαμε να κρυφτούμε σε σύδεντρα, κάτω από γεφύρια, σε αναχώματα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.