σύδεντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύδεντρο | τα | σύδεντρα |
| γενική | του | σύδεντρου | των | σύδεντρων |
| αιτιατική | το | σύδεντρο | τα | σύδεντρα |
| κλητική | σύδεντρο | σύδεντρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύδεντρο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σύνδενδρον, ουδέτερο του σύνδενδρος (που προφερόταν με [ndr]) με αποβολή του [n] από το [sin+ð][1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.ðen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐δε‐ντρο
Ουσιαστικό
σύδεντρο ουδέτερο
- συστάδα δέντρων
- ※ Κάθε τόσο εγκαταλείπαμε το φορτηγό και τρέχαμε να κρυφτούμε σε σύδεντρα, κάτω από γεφύρια, σε αναχώματα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Αναφορές
- σύδεντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.