κορμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κορμός | οι | κορμοί |
| γενική | του | κορμού | των | κορμών |
| αιτιατική | τον | κορμό | τους | κορμούς |
| κλητική | κορμέ | κορμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κομμένοι κορμοί δέντρων

κορμός ανθρώπινου σώματος
.jpg.webp)
κομμένος κορμός σοκολάτα
Ετυμολογία
- κορμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κορμός
• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κορμός αρσενικό
- (βοτανική) το τμήμα του φυτού πάνω από τις ρίζες και μέχρι τα κλαριά του
- (ανατομία) το μεσαίο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, πάνω από τα πόδια και μέχρι τον αυχένα, το ανθρώπινο σώμα μη περιλαμβανομένων των άκρων και της κεφαλής
- το βασικό τμήμα ενός σχεδίου, μίας λειτουργίας, μίας οντότητας, μιας εργασίας θεωρητικής
- ↪ ο κορμός της έκθεσης, του προγράμματος, της παρέλασης
- (γαστρονομία) γλυκό με σοκολάτα και μπισκότα που στο σχήμα μοιάζει με κορμό δέντρου
- (καθομιλουμένη, εκπαίδευση στην Ελλάδα) το σύνολο των μαθημάτων της τελευταίας τάξης του λυκείου (μαθήματα κορμού) που ήταν κοινά για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τη δέσμη που είχαν επιλέξει
- ↪ Σήμερα έχουμε μόνο μια ώρα κορμό και τρεις ώρες δέσμη.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κορμί
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Πηγές
- κορμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κορμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κορμός | οἱ | κορμοί |
| γενική | τοῦ | κορμοῦ | τῶν | κορμῶν |
| δοτική | τῷ | κορμῷ | τοῖς | κορμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | κορμόν | τοὺς | κορμούς |
| κλητική ὦ! | κορμέ | κορμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κορμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κορμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κορμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-[1] (κόβω) (συγγενικό με τη λέξη κείρω)
Ουσιαστικό
κορμός αρσενικό
- (βοτανική) το μέρος ενός δέντρου από τις ρίζες μέχρι την κορυφή ή μέχρι εκεί που αρχίζει να διακλαδώνεται
- (συνεκδοχικά) το κομμένο τμήμα κορμού (1) δέντρου
Συγγενικά
- κορμάζω
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- κορμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κορμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.