δάσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δάσος τα δάση
      γενική του δάσους των δασών
    αιτιατική το δάσος τα δάση
     κλητική δάσος δάση
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δάσος στην Ελβετία

Ετυμολογία

δάσος < αρχαία ελληνική δάσος < δασύς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈða.sos/

Ουσιαστικό

δάσος ουδέτερο

  1. ένα πυκνό σύνολο δέντρων που καλύπτει μια σχετικά μεγάλη έκταση.
  2. (μεταφορικά) ένα πυκνό σύνολο από ομοειδή αντικείμενα
    ένα δάσος από κίονες, ένα δάσος από ανεμογεννήτριες

  • δασιό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.