δάσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δάσος | τα | δάση |
| γενική | του | δάσους | των | δασών |
| αιτιατική | το | δάσος | τα | δάση |
| κλητική | δάσος | δάση | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δάσος στην Ελβετία
Ετυμολογία
- δάσος < αρχαία ελληνική δάσος < δασύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈða.sos/
Ουσιαστικό
δάσος ουδέτερο
- ένα πυκνό σύνολο δέντρων που καλύπτει μια σχετικά μεγάλη έκταση.
- (μεταφορικά) ένα πυκνό σύνολο από ομοειδή αντικείμενα
- ένα δάσος από κίονες, ένα δάσος από ανεμογεννήτριες
- δασιό
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
δάσος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.