δασονόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δασονόμος οι δασονόμοι
      γενική του/της δασονόμου των δασονόμων
    αιτιατική τον/τη δασονόμο τους/τις δασονόμους
     κλητική δασονόμε δασονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασονόμος < δάσ(ος) + -ο- + -νόμος

Ουσιαστικό

δασονόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.