δασόβιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασόβιος η δασόβια το δασόβιο
      γενική του δασόβιου της δασόβιας του δασόβιου
    αιτιατική τον δασόβιο τη δασόβια το δασόβιο
     κλητική δασόβιε δασόβια δασόβιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασόβιοι οι δασόβιες τα δασόβια
      γενική των δασόβιων των δασόβιων των δασόβιων
    αιτιατική τους δασόβιους τις δασόβιες τα δασόβια
     κλητική δασόβιοι δασόβιες δασόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δασόβιος < δάσ(ος) + -ό- + -βιος

Επίθετο

δασόβιος, -α, -ο

  • που ζει σε δάσος
    Η ήδη επικρατούσα διεθνής ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με την επερχόμενη χειμερινή περίοδο στην πατρίδα μας καθιστά επιβεβλημένη την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για την κατά το μέγιστο δυνατόν κάλυψη των ατομικών αναγκών των κατοίκων των ορεινών περιοχών (δασόβιος και παραδασόβιος πληθυσμός), σε καυσόξυλα. (Καυσόξυλα: Κάλυψη των ατομικών αναγκών και έκδοση Δασικών Αστυνομικών Διατάξεων, dasarxeio.com, 28/09/2022 )

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.