les
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Άρθρο
les
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
πληθυντικός
οι
Ισπανικά
(es)
Ετυμολογία
les
,
δοτική
του
ellos
και
ellas
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
les
(es)
τους
,
τις
Ολλανδικά
(nl)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
les
(nl)
το
μάθημα
eerste
les
- πρώτο
μάθημα
Σλοβακικά
(sk)
Ουσιαστικό
les
(sk)
δάσος
Τσεχικά
(cs)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
les
(cs)
δάσος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.