νάπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νάπη οι νάπες
      γενική της νάπης των ναπών
    αιτιατική τη νάπη τις νάπες
     κλητική νάπη νάπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νάπη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νάπη / νάπος

Ουσιαστικό

νάπη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νᾰπα-
ονομαστική νάπη αἱ νάπαι
      γενική τῆς νάπης τῶν ναπῶν
      δοτική τῇ νάπ ταῖς νάπαις
    αιτιατική τὴν νάπην τὰς νάπᾱς
     κλητική ! νάπη νάπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νάπ
γεν-δοτ τοῖν  νάπαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νάπη < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν προελληνική ς αρχής [1]

Ουσιαστικό

νάπη θηλυκό

  1. (γεωγραφία) δασώδης κοιλάδα, φαράγγι
  2. (γεωγραφία) χείμαρρος
     συνώνυμα: χειμάρροος

  • νάπειον (ουδέτερο)
  • νάπος (ουδέτερο)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.