δασύλλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δασύλλιο | τα | δασύλλια |
| γενική | του | δασύλλιου | των | δασύλλιων |
| αιτιατική | το | δασύλλιο | τα | δασύλλια |
| κλητική | δασύλλιο | δασύλλια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δασύλλιο < υποκοριστικό του δάσος + -ύλλιο
Ουσιαστικό
δασύλλιο ουδέτερο
- μικρό δάσος, δασάκι, αλσύλλιο
- ※ Στο τέρμα της Παλαιολόγου, οι γειτονιές αραίωναν κι άρχιζαν απ' τη μια τα χωράφια κι απ' την άλλη ένα ωραίο δασύλλιο με πεύκα. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
- Δασύλλιο (τοπωνύμιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.