λεμονοδάσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λεμονοδάσος | τα | λεμονοδάση |
| γενική | του | λεμονοδάσους | των | λεμονοδασών |
| αιτιατική | το | λεμονοδάσος | τα | λεμονοδάση |
| κλητική | λεμονοδάσος | λεμονοδάση | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λεμονοδάσος ουδέτερο
- δάσος με κυριότερο δέντρο τη λεμονιά
- ※ Πρέπει να δείτε και το δικό μας δάσος, το λεμονοδάσος, απέναντι στον Πόρο. Είναι ένα μεγάλο δάσος από λεμονιές και πορτοκαλιές που σκεπάζει ολόκληρο το βουναλάκι. Καταπράσινο, όχι γκρίζο όπως αυτά τα ελιόδενδρα. (Κοσμάς Πολίτης, Λεμονοδάσος, 1930)
Μεταφράσεις
λεμονοδάσος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.