δασόφυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασόφυτος η δασόφυτη το δασόφυτο
      γενική του δασόφυτου της δασόφυτης του δασόφυτου
    αιτιατική τον δασόφυτο τη δασόφυτη το δασόφυτο
     κλητική δασόφυτε δασόφυτη δασόφυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασόφυτοι οι δασόφυτες τα δασόφυτα
      γενική των δασόφυτων των δασόφυτων των δασόφυτων
    αιτιατική τους δασόφυτους τις δασόφυτες τα δασόφυτα
     κλητική δασόφυτοι δασόφυτες δασόφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δασόφυτος < δάσ(ος) + -ό- + -φυτος ( < φύομαι)

Επίθετο

δασόφυτος, -η, -ο

δασόφυτη έκταση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.