mets
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
mets
mets
mets
(fr)
αρσενικό
κάθε ένα από τα
τρόφιμα
ενός
γεύματος
, το
έδεσμα
Ρηματικός τύπος
mets
(fr)
α΄ ή β΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
του
mettre
Εσθονικά
(et)
Ουσιαστικό
mets
(et)
το
δάσος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.