гора
Βουλγαρικά
(bg)
Ουσιαστικό
гора
(bg)
το
δάσος
Ουκρανικά
(uk)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
гора
(uk)
θηλυκό
το
βουνό
, το
όρος
Ρωσικά
(ru)
Ουσιαστικό
гора
(ru)
το
βουνό
, το
όρος
Σερβικά
(sr)
Ουσιαστικό
гора
(sr)
(
λατινική γραφή:
gora
)
θηλυκό
το
βουνό
, το
όρος
το
δάσος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.