гора

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

гора (bg)



Ουκρανικά (uk)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

гора (uk) θηλυκό

  1. το βουνό, το όρος



Ρωσικά (ru)

Ουσιαστικό

гора (ru)



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

гора (sr) (λατινική γραφή: gora) θηλυκό

  1. το βουνό, το όρος
  2. το δάσος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.