αναδασωτέος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναδασωτέος < λείπει η ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναδασωτέος η αναδασωτέα το αναδασωτέο
      γενική του αναδασωτέου της αναδασωτέας του αναδασωτέου
    αιτιατική τον αναδασωτέο την αναδασωτέα το αναδασωτέο
     κλητική αναδασωτέε αναδασωτέα αναδασωτέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναδασωτέοι οι αναδασωτέες τα αναδασωτέα
      γενική των αναδασωτέων των αναδασωτέων των αναδασωτέων
    αιτιατική τους αναδασωτέους τις αναδασωτέες τα αναδασωτέα
     κλητική αναδασωτέοι αναδασωτέες αναδασωτέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

αναδασωτέος, -α, -ο


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.