δασοκτήμονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δασοκτήμονας οι δασοκτήμονες
      γενική του δασοκτήμονα των δασοκτημόνων
    αιτιατική τον δασοκτήμονα τους δασοκτήμονες
     κλητική δασοκτήμονα δασοκτήμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασοκτήμονας < δάσος + -ο- + κτήμα + -ονας (αναλογικά με τα ακτήμονας, γαιοκτήμονας)

Ουσιαστικό

δασοκτήμονας αρσενικό

  • (νεολογισμός) ο ιδιοκτήτης δάσους
    Παράλληλα προτείνεται επαναφορά του θεσμού των ιδιωτικών δασοφυλάκων, οι οποίοι προσλαμβάνονταν από τους δασοκτήμονες για τα περίπου 6.000 ιδιωτικά δάση συνολικής έκτασης 2 εκατομμυρίων στρεμμάτων. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.