las

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό las las
θηλυκό lasse lasses

las (fr)



Ισπανικά (es)

Ετυμολογία

las < πληθυντικός αριθμός του la

Άρθρο

las (es)

  • το θηλυκό οριστικό άρθρο, στον πληθυντικό

Κλίση

προσωπικές αντωνυμίες στα ισπανικά
αριθμός πρόσωπο γένος ονομαστική αιτιατική δοτική αυτοπαθής τονιζόμενη
ενικός1ο yome
2ο teti
3οαρσενικό élloleseél
θηλυκό ellalaella
πληθυντικός1οαρσενικό nosotrosnosnosotros
θηλυκό nosotrasnosotras
2οαρσενικό vosotrososvosotros
θηλυκό vosotrasvosotras
3οαρσενικό ellosloslesseellos
θηλυκό ellaslasellas



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

las (pl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.