τάιγκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τάιγκα | οι | τάιγκες |
| γενική | της | τάιγκας | — | |
| αιτιατική | την | τάιγκα | τις | τάιγκες |
| κλητική | τάιγκα | τάιγκες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τάιγκα στη Ρωσία
Ετυμολογία
- τάιγκα < ρωσική тайга < γιακουτικά тайга ή τουρκική taiga
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈta.i.ɡa/
Ουσιαστικό
τάιγκα θηλυκό
- (γεωγραφία) μεγαοικοσύστημα που αποτελείται από δάση κωνοφόρων στο βόρειο ημισφαίριο της γης
-
τάιγκα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.