αναδασώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναδασώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αναδασώνω, πρτ.: αναδάσωνα, στ.μέλλ.: θα αναδασώσω, αόρ.: αναδάσωσα, παθ.φωνή: αναδασώνομαι, μτχ.π.π.: αναδασωμένος

  • καλύπτω εκ νέου μια περιοχή με δάσος


Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.