γαμάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαμάω < γαμ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γαμῶ, συνηρημένος τύπος του γαμέω (κάνω σεξ -από την ελληνιστική εποχή, και για τις γυναίκες-)[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈma.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαμάω

Ρήμα

γαμάω/γαμώ, πρτ.: γαμούσα/γάμαγα, αόρ.: γάμησα, παθ.φωνή: γαμιέμαι, π.αόρ.: γαμήθηκα, μτχ.π.π.: γαμημένος

  • (χυδαίο)
    1. συμμετέχω σε σεξουαλική επαφή με ενεργητικό ρόλο (λέγεται κυρίως για τον άντρα)
    2. (μεταφορικά) νικώ, ταπεινώνω
    3. (μεταφορικά) καταστρέφω κάτι, το κάνω χάλια, διαλύω
      Κόπηκε το λουρί της μηχανής και μου γαμήθηκε το αυτοκίνητο τελείως.
      Μου τη γάμησες την κουβέντα με τις ασυναρτησίες σου.

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • άι γαμήσου!, άντε και γαμήσου!
  • γαμάω και δέρνω
  • γαμώ το!, γαμώ τη!, γαμώ τον/την/το...
  • γαμώτο (ουσιαστικό)
  • δε γαμιέται!
  • και γαμώ!
  • τη γάμησα!

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. γαμάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γαμάω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.