γαμημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαμημένος | η | γαμημένη | το | γαμημένο |
| γενική | του | γαμημένου | της | γαμημένης | του | γαμημένου |
| αιτιατική | τον | γαμημένο | τη | γαμημένη | το | γαμημένο |
| κλητική | γαμημένε | γαμημένη | γαμημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαμημένοι | οι | γαμημένες | τα | γαμημένα |
| γενική | των | γαμημένων | των | γαμημένων | των | γαμημένων |
| αιτιατική | τους | γαμημένους | τις | γαμημένες | τα | γαμημένα |
| κλητική | γαμημένοι | γαμημένες | γαμημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαμιέμαι
Μετοχή
γαμημένος, -η, -ο
- (χυδαίο) υβριστική έκφραση για οτιδήποτε ή οποιονδήποτε μας ενοχλεί, μας στέκται εμπόδιο ή μας δημιουργεί πρόβλημα
- δεν το βρίσκω το γαμημένο το κατσαβίδι εδώ και τόση ώρα!
- παθητικά συνουσιασμένος, -ή
- (προφορικό) (οικείο) φιλικά, εκφράζοντας έντονο συναίσθημα, π.χ. για κύπελλο
- Σήκωσέ το, το γαμημένο / δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω
Σύνθετα
- κακογαμημένος
- χιλιογαμημένος
- παραγαμημένος
- παλιογαμημένος
- κωλογαμημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.