διαλύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαλύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλύω < δια- + λύω

Ρήμα

διαλύω, αόρ.: διέλυσα, παθ.φωνή: διαλύομαι, π.αόρ.: διαλύθηκα, μτχ.π.π.: διαλυμένος

  1. αναμιγνύω μια ουσία μέσα σε ένα υγρό και σχηματίζω ένα διάλυμα
  2. αποσυναρμολογώ ένα αντικείμενο στα συστατικά του μέρη
  3. καταστρέφω κάτι, προκαλώ σε αυτό πολύ μεγάλη φθορά, κατατσακίζω

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις διά και λύω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.