διαλύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαλύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλύω < δια- + λύω
Ρήμα
διαλύω, αόρ.: διέλυσα, παθ.φωνή: διαλύομαι, π.αόρ.: διαλύθηκα, μτχ.π.π.: διαλυμένος
- αναμιγνύω μια ουσία μέσα σε ένα υγρό και σχηματίζω ένα διάλυμα
- αποσυναρμολογώ ένα αντικείμενο στα συστατικά του μέρη
- καταστρέφω κάτι, προκαλώ σε αυτό πολύ μεγάλη φθορά, κατατσακίζω
Συγγενικά
- αδιάλυτος
- αδιαλυτότητα
- αναδιαλύω
- αξεδιάλυτος
- αυτοδιαλύομαι
- διαλυμένος
- διάλυμα
- διαλυόμενος
- διάλυση
- διαλυτήριο
- διαλύτης
- διαλυτικά
- διαλυτικός
- διαλυτός
- διαλυτότητα
- δυσδιάλυτος
- ευδιάλυτος
- ξεδιαλύνω
- υδατοδιαλυτός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαλύω | διέλυα | θα διαλύω | να διαλύω | διαλύοντας | |
| β' ενικ. | διαλύεις | διέλυες | θα διαλύεις | να διαλύεις | διάλυε | |
| γ' ενικ. | διαλύει | διέλυε | θα διαλύει | να διαλύει | ||
| α' πληθ. | διαλύουμε | διαλύαμε | θα διαλύουμε | να διαλύουμε | ||
| β' πληθ. | διαλύετε | διαλύατε | θα διαλύετε | να διαλύετε | διαλύετε | |
| γ' πληθ. | διαλύουν(ε) | διέλυαν διαλύαν(ε) |
θα διαλύουν(ε) | να διαλύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέλυσα | θα διαλύσω | να διαλύσω | διαλύσει | ||
| β' ενικ. | διέλυσες | θα διαλύσεις | να διαλύσεις | διάλυσε | ||
| γ' ενικ. | διέλυσε | θα διαλύσει | να διαλύσει | |||
| α' πληθ. | διαλύσαμε | θα διαλύσουμε | να διαλύσουμε | |||
| β' πληθ. | διαλύσατε | θα διαλύσετε | να διαλύσετε | διαλύστε | ||
| γ' πληθ. | διέλυσαν διαλύσαν(ε) |
θα διαλύσουν(ε) | να διαλύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαλύσει | είχα διαλύσει | θα έχω διαλύσει | να έχω διαλύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαλύσει | είχες διαλύσει | θα έχεις διαλύσει | να έχεις διαλύσει | έχε διαλυμένο | |
| γ' ενικ. | έχει διαλύσει | είχε διαλύσει | θα έχει διαλύσει | να έχει διαλύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαλύσει | είχαμε διαλύσει | θα έχουμε διαλύσει | να έχουμε διαλύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαλύσει | είχατε διαλύσει | θα έχετε διαλύσει | να έχετε διαλύσει | έχετε διαλυμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν διαλύσει | είχαν διαλύσει | θα έχουν διαλύσει | να έχουν διαλύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαλυμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαλυμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαλυμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαλυμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαλύομαι | διαλυόμουν(α) | θα διαλύομαι | να διαλύομαι | ||
| β' ενικ. | διαλύεσαι | διαλυόσουν(α) | θα διαλύεσαι | να διαλύεσαι | ||
| γ' ενικ. | διαλύεται | διαλυόταν(ε) | θα διαλύεται | να διαλύεται | ||
| α' πληθ. | διαλυόμαστε | διαλυόμαστε διαλυόμασταν |
θα διαλυόμαστε | να διαλυόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαλύεστε | διαλυόσαστε διαλυόσασταν |
θα διαλύεστε | να διαλύεστε | (διαλύεστε) | |
| γ' πληθ. | διαλύονται | διαλύονταν διαλυόντουσαν |
θα διαλύονται | να διαλύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαλύθηκα | θα διαλυθώ | να διαλυθώ | διαλυθεί | ||
| β' ενικ. | διαλύθηκες | θα διαλυθείς | να διαλυθείς | διαλύσου | ||
| γ' ενικ. | διαλύθηκε | θα διαλυθεί | να διαλυθεί | |||
| α' πληθ. | διαλυθήκαμε | θα διαλυθούμε | να διαλυθούμε | |||
| β' πληθ. | διαλυθήκατε | θα διαλυθείτε | να διαλυθείτε | διαλυθείτε | ||
| γ' πληθ. | διαλύθηκαν διαλυθήκαν(ε) |
θα διαλυθούν(ε) | να διαλυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαλυθεί | είχα διαλυθεί | θα έχω διαλυθεί | να έχω διαλυθεί | διαλυμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαλυθεί | είχες διαλυθεί | θα έχεις διαλυθεί | να έχεις διαλυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαλυθεί | είχε διαλυθεί | θα έχει διαλυθεί | να έχει διαλυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαλυθεί | είχαμε διαλυθεί | θα έχουμε διαλυθεί | να έχουμε διαλυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαλυθεί | είχατε διαλυθεί | θα έχετε διαλυθεί | να έχετε διαλυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαλυθεί | είχαν διαλυθεί | θα έχουν διαλυθεί | να έχουν διαλυθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαλυμένος - είμαστε, είστε, είναι διαλυμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαλυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαλυμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαλυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαλυμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαλυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαλυμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.