γαμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαμικός | η | γαμική | το | γαμικό |
| γενική | του | γαμικού | της | γαμικής | του | γαμικού |
| αιτιατική | τον | γαμικό | τη | γαμική | το | γαμικό |
| κλητική | γαμικέ | γαμική | γαμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαμικοί | οι | γαμικές | τα | γαμικά |
| γενική | των | γαμικών | των | γαμικών | των | γαμικών |
| αιτιατική | τους | γαμικούς | τις | γαμικές | τα | γαμικά |
| κλητική | γαμικοί | γαμικές | γαμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαμικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
γαμικός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- γαμικός < γάμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.