πολύγαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύγαμος | η | πολύγαμη | το | πολύγαμο |
| γενική | του | πολύγαμου | της | πολύγαμης | του | πολύγαμου |
| αιτιατική | τον | πολύγαμο | την | πολύγαμη | το | πολύγαμο |
| κλητική | πολύγαμε | πολύγαμη | πολύγαμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύγαμοι | οι | πολύγαμες | τα | πολύγαμα |
| γενική | των | πολύγαμων | των | πολύγαμων | των | πολύγαμων |
| αιτιατική | τους | πολύγαμους | τις | πολύγαμες | τα | πολύγαμα |
| κλητική | πολύγαμοι | πολύγαμες | πολύγαμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύγαμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πολύγαμος, -η, -ο
- (για άνδρες) που έχει παντρευτεί με πολλές γυναίκες
- (για γυναίκες) που έχει παντρευτεί με πολλούς άνδρες
- (μεταφορικά) που έχει συχνές ερωτικές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου
- (για ζώα) που έχουν ένα αρσενικό για ολόκληρο το κοπάδι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.