πολύγαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύγαμος η πολύγαμη το πολύγαμο
      γενική του πολύγαμου της πολύγαμης του πολύγαμου
    αιτιατική τον πολύγαμο την πολύγαμη το πολύγαμο
     κλητική πολύγαμε πολύγαμη πολύγαμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύγαμοι οι πολύγαμες τα πολύγαμα
      γενική των πολύγαμων των πολύγαμων των πολύγαμων
    αιτιατική τους πολύγαμους τις πολύγαμες τα πολύγαμα
     κλητική πολύγαμοι πολύγαμες πολύγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύγαμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολύγαμος, -η, -ο

  1. (για άνδρες) που έχει παντρευτεί με πολλές γυναίκες
  2. (για γυναίκες) που έχει παντρευτεί με πολλούς άνδρες
  3. (μεταφορικά) που έχει συχνές ερωτικές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου
  4. (για ζώα) που έχουν ένα αρσενικό για ολόκληρο το κοπάδι


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.