σεξουαλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεξουαλικός η σεξουαλική το σεξουαλικό
      γενική του σεξουαλικού της σεξουαλικής του σεξουαλικού
    αιτιατική τον σεξουαλικό τη σεξουαλική το σεξουαλικό
     κλητική σεξουαλικέ σεξουαλική σεξουαλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεξουαλικοί οι σεξουαλικές τα σεξουαλικά
      γενική των σεξουαλικών των σεξουαλικών των σεξουαλικών
    αιτιατική τους σεξουαλικούς τις σεξουαλικές τα σεξουαλικά
     κλητική σεξουαλικοί σεξουαλικές σεξουαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεξουαλικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική sexuel[1]

Επίθετο

σεξουαλικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με το φύλο, την αναπαραγωγή και τη γενετήσια πράξη
  2. ο ερωτικά ελκυστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.