γαμιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαμιέμαι <
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈmɲe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐μιέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
γαμιέμαι, πρτ.: γαμιόμουν, στ.μέλλ.: θα γαμηθώ, αόρ.: γαμήθηκα, μτχ.π.π.: γαμημένος
- παθητική φωνή του ρήματος γαμάω / γαμώ
- (ως αλληλοπαθές ρήμα) συνευρίσκομαι
- (χυδαίο) κουράζομαι πάρα πολύ
- ↪ Γαμήθηκα στη δουλειά σήμερα.
- (στο β΄ και γ΄ πρόσωπο, ως βρισιά) → δείτε γαμιέσαι και γαμιέται
- ↪ Γαμιέσαι!
Κλίση
→ δείτε γαμάω
Μεταφράσεις
γαμιέμαι
|
→ δείτε τη λέξη γαμάω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.