άγαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγαμος η άγαμη το άγαμο
      γενική του άγαμου της άγαμης του άγαμου
    αιτιατική τον άγαμο την άγαμη το άγαμο
     κλητική άγαμε άγαμη άγαμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγαμοι οι άγαμες τα άγαμα
      γενική των άγαμων των άγαμων των άγαμων
    αιτιατική τους άγαμους τις άγαμες τα άγαμα
     κλητική άγαμοι άγαμες άγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άγαμος < αρχαία ελληνική ἄγαμος

Επίθετο

άγαμος

  1. που δεν είναι παντρεμένος
  2. παρθένος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.