πολυγαμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυγαμικός η πολυγαμική το πολυγαμικό
      γενική του πολυγαμικού της πολυγαμικής του πολυγαμικού
    αιτιατική τον πολυγαμικό την πολυγαμική το πολυγαμικό
     κλητική πολυγαμικέ πολυγαμική πολυγαμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυγαμικοί οι πολυγαμικές τα πολυγαμικά
      γενική των πολυγαμικών των πολυγαμικών των πολυγαμικών
    αιτιατική τους πολυγαμικούς τις πολυγαμικές τα πολυγαμικά
     κλητική πολυγαμικοί πολυγαμικές πολυγαμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυγαμικός < πολυγαμία + -ικός

Επίθετο

πολυγαμικός, -ή, -ό

  1. (κοινωνιολογία) που επιτρέπει το γάμο με πολλές συζύγους
  2. (βιολογία), (ζωολογία) η ερωτική συνεύρεση με πολλά άτομα (όχι απαραιτήτως σταθερούς συντρόφους)
  3. (για άτομο) που συνηθίζει να διατηρεί παράλληλα σεξουαλικές σχέσεις με πολλά άτομα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.