αδελφογαμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδελφογαμία οι αδελφογαμίες
      γενική της αδελφογαμίας των αδελφογαμιών
    αιτιατική την αδελφογαμία τις αδελφογαμίες
     κλητική αδελφογαμία αδελφογαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδελφογαμία < ελληνιστική κοινή ἀδελφογαμία[1] < αρχαία ελληνική ἀδελφός + γαμέω

Ουσιαστικό

αδελφογαμία θηλυκό

  1. μορφή αιμομιξίας μεταξύ αδελφών
  2. (βοτανική) μορφή αυτογονιμοποίησης από στήμονες και ύπερους του ίδιου φυτού

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ἀδελφογαμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.