γαμάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμάτος η γαμάτη το γαμάτο
      γενική του γαμάτου της γαμάτης του γαμάτου
    αιτιατική τον γαμάτο τη γαμάτη το γαμάτο
     κλητική γαμάτε γαμάτη γαμάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμάτοι οι γαμάτες τα γαμάτα
      γενική των γαμάτων των γαμάτων των γαμάτων
    αιτιατική τους γαμάτους τις γαμάτες τα γαμάτα
     κλητική γαμάτοι γαμάτες γαμάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαμάτος < γαμώ + -άτος

Επίθετο

γαμάτος, -η, -ο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.