γαμάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαμάτος | η | γαμάτη | το | γαμάτο |
| γενική | του | γαμάτου | της | γαμάτης | του | γαμάτου |
| αιτιατική | τον | γαμάτο | τη | γαμάτη | το | γαμάτο |
| κλητική | γαμάτε | γαμάτη | γαμάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαμάτοι | οι | γαμάτες | τα | γαμάτα |
| γενική | των | γαμάτων | των | γαμάτων | των | γαμάτων |
| αιτιατική | τους | γαμάτους | τις | γαμάτες | τα | γαμάτα |
| κλητική | γαμάτοι | γαμάτες | γαμάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γαμάτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) πολύ καλός, εκπληκτικός, εξαιρετικά θετικός
- Το μάθημα σήμερα ήταν γαμάτο.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.