εξωγαμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξωγαμία | οι | εξωγαμίες |
| γενική | της | εξωγαμίας | των | εξωγαμιών |
| αιτιατική | την | εξωγαμία | τις | εξωγαμίες |
| κλητική | εξωγαμία | εξωγαμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξωγαμία < γαλλική exogamie < αρχαία ελληνική ἔξέω + γαμέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kso.ɣaˈmi.a/
Ουσιαστικό
εξωγαμία θηλυκό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.