πολυγαμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυγαμία οι πολυγαμίες
      γενική της πολυγαμίας των πολυγαμιών
    αιτιατική την πολυγαμία τις πολυγαμίες
     κλητική πολυγαμία πολυγαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυγαμία < πολύς + γάμος

Ουσιαστικό

πολυγαμία θηλυκό

  1. (κοινωνιολογία): η δυνατότητα για ένα άτομο να βρίσκεται σε κοινωνία γάμου με περισσότερα του ενός πρόσωπα, ταυτόχρονα.
  2. (βιολογία), (ζωολογία): το φαινόμενο της πολυγαμίας απαντάται ιδιαίτερα στα ζώα τόσο σε οικόσιτα όσο και στα άγρια, περισσότερο όμως εμφανίζεται στα είδη εκείνα που το αρσενικό δεν συμμετέχει με σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη των παιδιών του

Σημειώσεις

  • η πολυγαμία μπορεί ν΄ αφορά πολυανδρία για γυναίκα, ή πολυγυνία για άνδρα.
  • συνηθέστερα χρησιμοποιείται ο όρος με την έννοια της πολυγυνίας.

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.