κλεψιγαμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλεψιγαμία οι κλεψιγαμίες
      γενική της κλεψιγαμίας των κλεψιγαμιών
    αιτιατική την κλεψιγαμία τις κλεψιγαμίες
     κλητική κλεψιγαμία κλεψιγαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλεψιγαμία < μεσαιωνική ελληνική κλεψιγαμία < ελληνιστική κοινή κλεψίγαμος

Ουσιαστικό

κλεψιγαμία θηλυκό

  • (σπάνιο) η εκούσια συνουσία μεταξύ άνδρα και γυναίκας που δεν συνδέονται με νόμιμο γάμο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.