μονογαμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονογαμικός | η | μονογαμική | το | μονογαμικό |
| γενική | του | μονογαμικού | της | μονογαμικής | του | μονογαμικού |
| αιτιατική | τον | μονογαμικό | τη | μονογαμική | το | μονογαμικό |
| κλητική | μονογαμικέ | μονογαμική | μονογαμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονογαμικοί | οι | μονογαμικές | τα | μονογαμικά |
| γενική | των | μονογαμικών | των | μονογαμικών | των | μονογαμικών |
| αιτιατική | τους | μονογαμικούς | τις | μονογαμικές | τα | μονογαμικά |
| κλητική | μονογαμικοί | μονογαμικές | μονογαμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονογαμικός
- (κοινωνιολογία): που απαγορεύει την παράλληλη σύναψη γάμου με περισσότερα από ένα άτομα
- μονογαμικές κοινωνίες
- (βιολογία), (ζωολογία): ο ερωτικός σύντροφος που ζευγαρώνει με ένα μόνο άτομο, που παρατηρείται ιδιαίτερα σε πουλιά π.χ. κύκνους, περιστέρια, χελιδόνια κ.λπ.
- (για άτομο) που δεν συνάπτει ταυτοχρόνως περισσότερες από μία σεξουαλικές σχέσεις
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μονογαμικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.